Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλησιάζω
πλησιαίτερος
πλησίαλος
πλησίασις
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησιέστερος
πλησίμοχθος
πλησίνη
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
πλησίος
πλησιότης
πλησιόχωρος
πλησισέληνος
πλησίστιος
πλησιφάεις
πλησιφαής
View word page
πλησίμοχθος
πλησί-μοχθος, ον,
A). full of distress, v.l. for τλησίμοχθος (q.v.).


ShortDef

full of distress

Debugging

Headword:
πλησίμοχθος
Headword (normalized):
πλησίμοχθος
Headword (normalized/stripped):
πλησιμοχθος
IDX:
83843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83844
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλησί-μοχθος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">full of distress,</span> v.l. for <span class="ref greek">τλησίμοχθος</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}