Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησιαίτερος
πλησίαλος
πλησίασις
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησιέστερος
πλησίμοχθος
πλησίνη
πλησιοθάλαττος
πλησίοικος
View word page
πλησίασις
πλησί-ᾰσις, εως, ,
A). = πλησιασμός , Plu. 2.1112e .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλησίασις
Headword (normalized):
πλησίασις
Headword (normalized/stripped):
πλησιασις
IDX:
83836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83837
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλησί-ᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πλησιασμός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1112e </span>.</div> </div><br><br>'}