Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πληροφόρημα
πληροφόρησις
πληροφορία
πληρόω
πλήρωμα
πλήρωσις
πληρωτέον
πληρωτής
πληρωτικός
πλησιάζω
πλησιαίτερος
πλησίαλος
πλησίασις
πλησίασμα
πλησιασμός
πλησιαστής
πλησιαστός
πλησίγναθος
πλησιέστερος
πλησίμοχθος
πλησίνη
View word page
πλησιαίτερος
πλησι-αίτερος, πλησι-αίτατος,
A). v. πλησίος fin.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλησιαίτερος
Headword (normalized):
πλησιαίτερος
Headword (normalized/stripped):
πλησιαιτερος
IDX:
83834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83835
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλησι-αίτερος</span>, <span class="orth greek">πλησι-αίτατος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλησίος</span> fin.</div> </div><br><br>'}