Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλημοχόη
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρία
πλημυρίς
πλημυρόντως
πλημύρω
πλήν
πληναρία
πληνοδίᾳ
πληνώδους
πλήξ
πλήξιππος
πλῆξις
πλήρης
πληροσέληνος
πληροσία
πληρότης
πληρούντως
πληροφορέω
πληροφόρημα
View word page
πληνώδους
πληνώδους· ἀσθενοῦς, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πληνώδους
Headword (normalized):
πληνώδους
Headword (normalized/stripped):
πληνωδους
IDX:
83814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83815
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πληνώδους·</span> <span class="foreign greek">ἀσθενοῦς,</span> Id.</div><br><br>'}