Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλῆμνος
πλημοχόη
πλήμυρα
πλημυρέω
πλημυρία
πλημυρίς
πλημυρόντως
πλημύρω
πλήν
πληναρία
πληνοδίᾳ
πληνώδους
πλήξ
πλήξιππος
πλῆξις
πλήρης
πληροσέληνος
πληροσία
πληρότης
πληρούντως
πληροφορέω
View word page
πληνοδίᾳ
πληνοδίᾳ· παρανόμῳ, τετιμημένῃ, τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, Hsch. πλῆντο, 3 pl. Ep. aor. Pass. both of πίμπλημι and of πελάζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πληνοδίᾳ
Headword (normalized):
πληνοδίᾳ
Headword (normalized/stripped):
πληνοδια
IDX:
83813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83814
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πληνοδίᾳ·</span> <span class="foreign greek">παρανόμῳ, τετιμημένῃ, τῇ πεπλανημένῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">πλῆντο</span>, 3 pl. Ep. aor. Pass. both of <span class="foreign greek">πίμπλημι</span> and of <span class="foreign greek">πελάζω.</span> </div><br><br>'}