Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνεπίδηκτος
ἀνεπίδηλος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπίδοτος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπιζητησία
ἀνεπιζήτητος
ἀνεπίθετος
ἀνεπιθεώρητος
ἀνεπιθόλωτος
ἀνεπιθύμητος
ἀνεπικαλύπτως
ἀνεπίκαυτος
ἀνεπικέλευστος
ἀνεπικηρύκευτος
ἀνεπικινδύνως
ἀνεπικλήρωτος
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλιτος
View word page
ἀνεπιθεώρητος
ἀνεπι-θεώρητος
,
ον
, Astrol.,
A).
not overlooked,
or
controlled,
Gal.
19.548
.
ShortDef
not overlooked
Debugging
Headword:
ἀνεπιθεώρητος
Headword (normalized):
ἀνεπιθεώρητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιθεωρητος
IDX:
8379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8380
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπι-θεώρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Astrol., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not overlooked,</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">controlled,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.548 </span>.</div> </div><br><br>'}