Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πληκτέον
πληκτήρ
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
πλήκτωρ
πλῆμα
πλήμη
πλημμέλεια
πλημμελέω
πλημμέλημα
πλημμελής
πλημμέλησις
πλήμνη
πλημνόδετον
πλῆμνος
View word page
πλήκτωρ
*πλήκτωρ,
A). v. πλάκτωρ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλήκτωρ
Headword (normalized):
πλήκτωρ
Headword (normalized/stripped):
πληκτωρ
IDX:
83793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83794
Key:

Data

{'content': '<div class="entry">*<span class="orth greek">πλήκτωρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλάκτωρ.</span> </div> </div><br><br>'}