πληκτίζομαι
πληκ-τίζομαι,
II). beat one's breast for grief, AP 7.574 ( ).
III). toy amorously, μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ec. 964 ; πρός τινα, πρὸς ἀλλήλους, , 5.29 , cf. 11.8.5 : abs., 46.18 . 51.12
IV). Act. is only f.l. in . 2.735d