Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πληκτήρ
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
πληκτροποιός
πληκτροφόρος
View word page
Πληϊάς
Πληϊάς, -ϊάδες, Ep. for Πλειάς, -άδες.


ShortDef

Pleiad

Debugging

Headword:
Πληϊάς
Headword (normalized):
πληϊάς
Headword (normalized/stripped):
πληιας
IDX:
83782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Πληϊάς</span>, <span class="foreign greek">-ϊάδες,</span> Ep. for <span class="foreign greek">Πλειάς, -άδες.</span> </div><br><br>'}