Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πληθόχωρος
πλήθριον
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πληκτήρ
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
πλῆκτρον
View word page
πληθωριάω
πληθωρ-ιάω,
A). to be plethoric, Gal. 18(1).728 .


ShortDef

to be plethoric

Debugging

Headword:
πληθωριάω
Headword (normalized):
πληθωριάω
Headword (normalized/stripped):
πληθωριαω
IDX:
83780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83781
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πληθωρ-ιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be plethoric,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).728 </span>.</div> </div><br><br>'}