Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πληθόχορος
πληθόχωρος
πλήθριον
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
πληθωρικός
Πληϊάς
πληκτέον
πληκτήρ
πλήκτης
πληκτίζομαι
πληκτικός
πληκτισμός
πληκτός
View word page
πληθωρέομαι
πληθωρ-έομαι, Pass.,
A). = πλήθω , to be full, Suid.


ShortDef

to be full

Debugging

Headword:
πληθωρέομαι
Headword (normalized):
πληθωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
πληθωρεομαι
IDX:
83779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83780
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πληθωρ-έομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πλήθω</span> , <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be full,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}