Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλήγνυμι
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθοχορεία
πληθόχορος
πληθόχωρος
πλήθριον
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
πληθωρέομαι
πληθωριάω
View word page
πληθόχωρος
πληθό-χωρος, ον,
A). containing much, Id.


ShortDef

containing much

Debugging

Headword:
πληθόχωρος
Headword (normalized):
πληθόχωρος
Headword (normalized/stripped):
πληθοχωρος
IDX:
83770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83771
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πληθό-χωρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">containing much,</span> Id.</div> </div><br><br>'}