Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλῆγμα
πληγμός
πλήγνυμι
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθοχορεία
πληθόχορος
πληθόχωρος
πλήθριον
πληθυντικός
πληθύνω
πληθύς
πληθυσμός
πληθύω
πλήθω
πληθώρα
View word page
πληθοχορεία
πληθο-χορεία·
ἡ ἐπὶ πολὺ ἐκτεινομένη χορεία,
Phot.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πληθοχορεία
Headword (normalized):
πληθοχορεία
Headword (normalized/stripped):
πληθοχορεια
IDX:
83768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83769
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πληθο-χορεία·</span> <span class="foreign greek">ἡ ἐπὶ πολὺ ἐκτεινομένη χορεία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}