Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλεώτερος
πληγαίνηται
πλήγανον
πληγάς
πληγεῖον
πληγενής
πληγή
πληγίζω
πλῆγμα
πληγμός
πλήγνυμι
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
πληθοχορεία
πληθόχορος
πληθόχωρος
View word page
πλήγνυμι
πλήγ-νῡμι,
A). v. ἐκπλήγνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλήγνυμι
Headword (normalized):
πλήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
πληγνυμι
IDX:
83760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83761
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλήγ-νῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐκπλήγνυμι.</span> </div> </div><br><br>'}