Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλέω
πλέων
πλέως
πλεώτερος
πληγαίνηται
πλήγανον
πληγάς
πληγεῖον
πληγενής
πληγή
πληγίζω
πλῆγμα
πληγμός
πλήγνυμι
πληγοειδής
πλήθα
πληθικῶς
πληθοειδής
πληθοποιέω
πληθοποιός
πλῆθος
View word page
πληγίζω
πληγ-ίζω, dub. sens., fut. πληγιεῖται ξοΐδι (τοὺς λίθους?) IG 12(2).10.14 (Mytil.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πληγίζω
Headword (normalized):
πληγίζω
Headword (normalized/stripped):
πληγιζω
IDX:
83757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83758
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πληγ-ίζω</span>, dub. sens., fut. <span class="foreign greek">πληγιεῖται ξοΐδι </span>(<span class="etym greek">τοὺς λίθους?</span>) <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(2).10.14 </span>(Mytil.).</div><br><br>'}