Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλεύρωμα
πλευρωνία
πλεῦσις
πλευστέον
πλευστικός
πλεφίλερ
πλέω
πλέων
πλέως
πλεώτερος
πληγαίνηται
πλήγανον
πληγάς
πληγεῖον
πληγενής
πληγή
πληγίζω
πλῆγμα
πληγμός
πλήγνυμι
πληγοειδής
View word page
πληγαίνηται
πληγ-αίνηται, prob.
A). f.l. for πλείων γένηται , Gal. 18(2).514 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πληγαίνηται
Headword (normalized):
πληγαίνηται
Headword (normalized/stripped):
πληγαινηται
IDX:
83751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83752
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πληγ-αίνηται</span>, prob.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">πλείων γένηται</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).514 </span>.</div> </div><br><br>'}