Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλευροτυπής
πλεύρωμα
πλευρωνία
πλεῦσις
πλευστέον
πλευστικός
πλεφίλερ
πλέω
πλέων
πλέως
πλεώτερος
πληγαίνηται
πλήγανον
πληγάς
πληγεῖον
πληγενής
πληγή
πληγίζω
πλῆγμα
πληγμός
πλήγνυμι
View word page
πλεώτερος
πλεώτερος
,
A).
=
πλειότερος
,
PLond.
5.1722.27
(vi A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλεώτερος
Headword (normalized):
πλεώτερος
Headword (normalized/stripped):
πλεωτερος
IDX:
83750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83751
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλεώτερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πλειότερος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 5.1722.27 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}