Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλεσώνης
πλέτο
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονίς
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
πλεῦμος
πλευμώδης
πλεύμων
πλεῦν
πλεύνως
πλευρά
πλευράξ
πλευριαῖος
πλευριάς
πλευρικός
πλευρίον
πλευρισμός
πλευρίτης
πλευριτικός
View word page
πλεῦν
πλεῦν, πλεῦνος, πλεῦνες, Ion. forms;
A). v. πλείων.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλεῦν
Headword (normalized):
πλεῦν
Headword (normalized/stripped):
πλευν
IDX:
83723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83724
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλεῦν</span>, <span class="orth greek">πλεῦνος</span>, <span class="orth greek">πλεῦνες</span>, Ion. forms; <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλείων.</span> </div> </div><br><br>'}