Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλεονότης
πλεονοτρόφος
πλεόνως
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλέτο
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονίς
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
πλεῦμος
πλευμώδης
πλεύμων
πλεῦν
πλεύνως
View word page
πλέτο
πλέτο,
A). v. πέλομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλέτο
Headword (normalized):
πλέτο
Headword (normalized/stripped):
πλετο
IDX:
83714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83715
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλέτο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πέλομαι.</span> </div> </div><br><br>'}