Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλεονότης
πλεονοτρόφος
πλεόνως
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλέτο
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονίς
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
πλεῦμος
View word page
πλεόνως
πλεόνως,
A). v. πλείων.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλεόνως
Headword (normalized):
πλεόνως
Headword (normalized/stripped):
πλεονως
IDX:
83710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83711
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλεόνως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλείων.</span> </div> </div><br><br>'}