Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλεονότης
πλεονοτρόφος
πλεόνως
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλέτο
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονίς
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
View word page
πλεονοτρόφος
πλεονοτρόφος,
A). f.l. for ὠλενοστρόφος , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλεονοτρόφος
Headword (normalized):
πλεονοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
πλεονοτροφος
IDX:
83709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83710
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλεονοτρόφος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ὠλενοστρόφος</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}