Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλεονότης
πλεονοτρόφος
πλεόνως
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλέτο
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονίς
πλευμονώδης
View word page
πλεονότης
πλεονότης,
A). v. πλειονότης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλεονότης
Headword (normalized):
πλεονότης
Headword (normalized/stripped):
πλεονοτης
IDX:
83708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83709
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλεονότης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλειονότης.</span> </div> </div><br><br>'}