Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεπίβουλος
ἀνεπιγνώμων
ἀνεπίγνωστος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπιδάνειστος
ἀνεπιδεής
ἀνεπιδείκνυμι
ἀνεπίδεικτος
ἀνεπίδεκτος
ἀνεπίδετος
ἀνεπίδηκτος
ἀνεπίδηλος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιδόκητος
ἀνεπίδοτος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπιζητησία
ἀνεπιζήτητος
ἀνεπίθετος
ἀνεπιθεώρητος
View word page
ἀνεπίδηκτος
ἀνεπί-δηκτος, ον,
A). f.l. for -δετος , Dsc. 5.85 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεπίδηκτος
Headword (normalized):
ἀνεπίδηκτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιδηκτος
IDX:
8369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8370
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεπί-δηκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">-δετος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.85 </span>.</div> </div><br><br>'}