Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλεκτάνιον
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέκωμα
πλένναι
πλεννεραί
πλεξείδιον
πλεξείω
πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
πλεομισθία
πλέον
πλεοναζόντως
πλεονάζω
View word page
πλένναι
πλένναι· μύξαι, Hsch.; cf. βλέννα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλένναι
Headword (normalized):
πλένναι
Headword (normalized/stripped):
πλενναι
IDX:
83678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλένναι·</span> <span class="foreign greek">μύξαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">βλέννα.</span> </div><br><br>'}