Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλείω
πλείων1
πλειών2
πλέκος
πλεκόω
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτάνιον
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
View word page
πλεκόω
πλεκόω,
A). v. σπλεκόω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλεκόω
Headword (normalized):
πλεκόω
Headword (normalized/stripped):
πλεκοω
IDX:
83665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83666
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλεκόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σπλεκόω.</span> </div> </div><br><br>'}