Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλειστόβολος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλείω
πλείων1
πλειών2
πλέκος
πλεκόω
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτάνιον
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
View word page
πλείω
πλείω,
A). v. πλέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλείω
Headword (normalized):
πλείω
Headword (normalized/stripped):
πλειω
IDX:
83661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλείω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλέω.</span> </div> </div><br><br>'}