Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλείω
πλείων1
πλειών2
πλέκος
πλεκόω
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτάνιον
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
View word page
πλειστοφόρος
πλειστο-φόρος, ον,
A). bearing most, Thphr. HP 3.7.6 .


ShortDef

bearing most

Debugging

Headword:
πλειστοφόρος
Headword (normalized):
πλειστοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πλειστοφορος
IDX:
83660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83661
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλειστο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing most,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:3:7:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:3:7:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HP</span> 3.7.6 </a>.</div> </div><br><br>'}