Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλείω
πλείων1
πλειών2
πλέκος
πλεκόω
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
View word page
πλειστονίκης
πλειστο-νίκης [ῑ], ου, ,
A). victor in many contests, SIG 1073.3 (Olympia, ii A.D.), BSA 26.167 (Sparta, ii A.D., πλιστ-), etc.


ShortDef

victor in many contests

Debugging

Headword:
πλειστονίκης
Headword (normalized):
πλειστονίκης
Headword (normalized/stripped):
πλειστονικης
IDX:
83657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83658
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλειστο-νίκης</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">victor in many contests</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 1073.3 </span> (Olympia, ii A.D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BSA</span> 26.167 </span> (Sparta, ii A.D., <span class="foreign greek">πλιστ-</span>), etc.</div> </div><br><br>'}