Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλείω
πλείων1
πλειών2
πλέκος
View word page
πλειστολόγως
πλειστο-λόγως, Adv.
A). in various ways, Gloss.


ShortDef

in various ways

Debugging

Headword:
πλειστολόγως
Headword (normalized):
πλειστολόγως
Headword (normalized/stripped):
πλειστολογως
IDX:
83654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83655
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλειστο-λόγως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in various ways,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}