Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλεῖος
πλειότης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλείω
View word page
πλειστόβολος
πλειστόβολ-ος, ον (parox.),
A). throwing high, of dicers, AP 7.422 ( Leon.).


ShortDef

throwing high

Debugging

Headword:
πλειστόβολος
Headword (normalized):
πλειστόβολος
Headword (normalized/stripped):
πλειστοβολος
IDX:
83651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83652
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλειστόβολ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span> (parox.), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">throwing high,</span> of dicers, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.422 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Leon.</span></span>).</div> </div><br><br>'}