Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλειονοψηφοφορία
πλειοποιός
πλεῖος
πλειότης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
πλειστοτόκος
View word page
πλειστοβολέω
πλειστοβολ-έω,
A). throw highest at dice, Phot., Suid.


ShortDef

throw highest at dice

Debugging

Headword:
πλειστοβολέω
Headword (normalized):
πλειστοβολέω
Headword (normalized/stripped):
πλειστοβολεω
IDX:
83649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83650
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλειστοβολ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">throw highest at dice,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}