Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλειοναχῶς
πλειόνει
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειονοψηφοφορία
πλειοποιός
πλεῖος
πλειότης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
View word page
πλείσταρχος
πλείσταρχος, ον,
A). holding widest sway, Ἑλλάνων γέρας B. 3.12 .


ShortDef

holding widest sway

Debugging

Headword:
πλείσταρχος
Headword (normalized):
πλείσταρχος
Headword (normalized/stripped):
πλεισταρχος
IDX:
83644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83645
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλείσταρχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">holding widest sway,</span> <span class="quote greek">Ἑλλάνων γέρας</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0199.tlg001:3:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0199.tlg001:3.12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> 3.12 </a> .</div> </div><br><br>'}