Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλειονάζω
πλειονάκις
πλειοναχῶς
πλειόνει
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειονοψηφοφορία
πλειοποιός
πλεῖος
πλειότης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστογονέω
View word page
πλειότης
πλειότης
,
ητος
,
ἡ
,
A).
plurality,
Theol.Ar.
12
(v.l.).
πλειοψηφία
, v.
πλειονοψηφία.
ShortDef
plurality
Debugging
Headword:
πλειότης
Headword (normalized):
πλειότης
Headword (normalized/stripped):
πλειοτης
IDX:
83642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83643
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλειότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plurality,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theol.Ar.</span> 12 </span> (v.l.). <span class="orth greek">πλειοψηφία</span>, v. <span class="ref greek">πλειονοψηφία.</span> </div> </div><br><br>'}