Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλεῖν
πλειονάζω
πλειονάκις
πλειοναχῶς
πλειόνει
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειονοψηφοφορία
πλειοποιός
πλεῖος
πλειότης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
View word page
πλεῖος
πλεῖος, πλειότερος,
A). v. πλέως.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλεῖος
Headword (normalized):
πλεῖος
Headword (normalized/stripped):
πλειος
IDX:
83641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλεῖος</span>, <span class="orth greek">πλειότερος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλέως.</span> </div> </div><br><br>'}