Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλέες
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
πλέθρισμα
πλέθρον
Πλειάδες
πλεῖν
πλειονάζω
πλειονάκις
πλειοναχῶς
πλειόνει
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειονοψηφοφορία
πλειοποιός
πλεῖος
πλειότης
πλειστάκις
πλείσταρχος
View word page
πλειοναχῶς
πλειον-αχῶς,
A). v. πλεοναχῶς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλειοναχῶς
Headword (normalized):
πλειοναχῶς
Headword (normalized/stripped):
πλειοναχως
IDX:
83634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83635
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλειον-αχῶς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλεοναχῶς.</span> </div> </div><br><br>'}