Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλατυώνυχος
Πλάτων
πλάτων
πλάτωνις
πλάτωσις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεγμάτιον
πλεγνύμενος
πλέες
πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
πλέθρισμα
πλέθρον
Πλειάδες
πλεῖν
πλειονάζω
πλειονάκις
πλειοναχῶς
View word page
πλέες
πλέες, πλέᾰς,
A). v. πλείων sub fin.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλέες
Headword (normalized):
πλέες
Headword (normalized/stripped):
πλεες
IDX:
83624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλέες</span>, <span class="orth greek">πλέᾰς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλείων</span> sub fin.</div> </div><br><br>'}