Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλατυσμάτιον
πλατυσμός
πλατύστερνος
πλατυστομέω
πλατύστομος
πλατύσχιστος
πλατύσωμος
πλατύτης
πλατύφυλλος
πλατυχαίτας
πλατύχωρος
πλατύψυχος
πλατυώνυχος
Πλάτων
πλάτων
πλάτωνις
πλάτωσις
πλέγδην
πλέγμα
πλεγματεύομαι
πλεγμάτιον
View word page
πλατύχωρος
πλᾰτύ-χωρος
,
ον
,
A).
with broad space, roomy,
σηκοί
Gp.
18.2.1
.
ShortDef
with broad space, roomy
Debugging
Headword:
πλατύχωρος
Headword (normalized):
πλατύχωρος
Headword (normalized/stripped):
πλατυχωρος
IDX:
83612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83613
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰτύ-χωρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with broad space, roomy,</span> <span class="quote greek">σηκοί</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 18.2.1 </span> .</div> </div><br><br>'}