πλατύσημος
πλᾰτύ-σημος, ον,(σῆμα)
A). with broad border, π. χιτών, = Lat. tunica laticlavia, , 36.7 ; 3.5.1 ἡ π. ἐσθής ; 3.11.2 συι θέσεις PHamb. 10.15 (ii A.D.): abs., ἡ π. Epict. 1.24.12 ; cf. στενόσημος.
II). of those entitled to wear it, χιλίαρχος π., = tribunus laticlavius, (Argos, ii A.D.), 4.588.4 IGRom. 3.554 (Tlos), 889 (Adana).