Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατύρ
πλατυρημοσύνη
πλατύρρινος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
πλατύρρυμος
πλατύς
πλατύσαρκος
πλατύσημος
πλάτυσμα
View word page
πλατύρ
πλατύρ·
δοῦλος ἢ δῆμος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πλατύρ
Headword (normalized):
πλατύρ
Headword (normalized/stripped):
πλατυρ
IDX:
83591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83592
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλατύρ·</span> <span class="foreign greek">δοῦλος ἢ δῆμος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}