Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
πλατυπήγιον
πλατύπιλος
πλατύπλευρον
πλατυπόρφυρος
πλατύπους
πλατυπρόσωπος
πλατύπυγος
πλατύρ
πλατυρημοσύνη
πλατύρρινος
πλατύρρις
πλατύρροος
πλατύρρυγχος
View word page
πλατύπλευρον
πλᾰτύ-πλευρον, τό,
A). plantago, Gloss. (patipleoron cod.).


ShortDef

plantago

Debugging

Headword:
πλατύπλευρον
Headword (normalized):
πλατύπλευρον
Headword (normalized/stripped):
πλατυπλευρον
IDX:
83586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83587
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰτύ-πλευρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plantago, Gloss. (patipleoron</span> cod.).</div> </div><br><br>'}