Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατυκέρως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκορίασις
πλατυκός
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατύνω
πλατύνωτος
πλατύουρος
πλατυόφθαλμος
πλατύπεδος
View word page
πλατυλόγος
πλᾰτῠ-λόγος, ον,
A). babbling, Gloss.


ShortDef

babbling

Debugging

Headword:
πλατυλόγος
Headword (normalized):
πλατυλόγος
Headword (normalized/stripped):
πλατυλογος
IDX:
83573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83574
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰτῠ-λόγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">babbling,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}