Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατυκέρως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκορίασις
πλατυκός
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατύνω
πλατύνωτος
View word page
πλατυκός
πλᾰτῠκός,
A). v. πλατικός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλατυκός
Headword (normalized):
πλατυκός
Headword (normalized/stripped):
πλατυκος
IDX:
83570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83571
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰτῠκός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλατικός.</span> </div> </div><br><br>'}