Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατυκέρως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκορίασις
πλατυκός
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
πλατύλογχος
πλατυμέτωπος
πλατυμήλη
πλάτυμμα
πλατυντέον
πλατύνω
View word page
πλατυκορίασις
πλᾰτυ-κορίᾱσις, εως, , = foreg., Gal. 14.768 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλατυκορίασις
Headword (normalized):
πλατυκορίασις
Headword (normalized/stripped):
πλατυκοριασις
IDX:
83569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83570
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰτυ-κορίᾱσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.768 </span>.</div><br><br>'}