Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλάττω
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγένειος
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατυκέρως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκορίασις
πλατυκός
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
πλατυλόγος
View word page
πλατύκαρπος
πλᾰτύ-καρπος, ον,
A). with flat fruit, v.l. in Dsc. 3.144 .


ShortDef

with flat fruit

Debugging

Headword:
πλατύκαρπος
Headword (normalized):
πλατύκαρπος
Headword (normalized/stripped):
πλατυκαρπος
IDX:
83563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83564
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰτύ-καρπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with flat fruit,</span> v.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.144 </span>.</div> </div><br><br>'}