Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλατός
πλάττω
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγένειος
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατυκέρως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκορίασις
πλατυκός
πλατυκύμινον
πλατυλέσχης
View word page
πλατυίσχιος
πλᾰτυ-ίσχιος, ον,
A). with broad hips, Gal. 4.629 , 5.464 .


ShortDef

with broad hips

Debugging

Headword:
πλατυίσχιος
Headword (normalized):
πλατυίσχιος
Headword (normalized/stripped):
πλατυισχιος
IDX:
83562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰτυ-ίσχιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with broad hips,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 4.629 </span>, <span class="bibl"> 5.464 </span>.</div> </div><br><br>'}