Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλάτος
πλατός
πλάττω
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγένειος
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
πλατύκαυλος
πλατύκερκος
πλατυκέρως
πλατυκέφαλος
πλατυκορία
πλατυκορίασις
πλατυκός
πλατυκύμινον
View word page
πλατύγναθος
πλᾰτύ-γνᾰθος, ον,
A). with broad jaws, Lyd. Mag. 3.61 .


ShortDef

with broad jaws

Debugging

Headword:
πλατύγναθος
Headword (normalized):
πλατύγναθος
Headword (normalized/stripped):
πλατυγναθος
IDX:
83561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83562
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾰτύ-γνᾰθος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with broad jaws,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mag.</span> 3.61 </span>.</div> </div><br><br>'}