Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατιωχέτας
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατορόα
πλάτος
πλάτος
πλατός
πλάττω
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
πλατυγάστωρ
πλατυγένειος
πλατυγίζω
πλατύγλωσσος
πλατύγναθος
πλατυίσχιος
πλατύκαρπος
View word page
πλάττω
πλάττω, Att. for πλάσσω.
II). πλάττομαι, v. πλάζω (A).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλάττω
Headword (normalized):
πλάττω
Headword (normalized/stripped):
πλαττω
IDX:
83553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83554
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλάττω</span>, Att. for <span class="foreign greek">πλάσσω.</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> <span class="orth greek">πλάττομαι</span>, v. <span class="ref greek">πλάζω</span> (A).</div> </div><br><br>'}