Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατῆορ
πλατιάζω
πλάτιγξ
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατιωχέτας
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατορόα
πλάτος
πλάτος
πλατός
πλάττω
πλατυαλουργής
πλατυάμφοδος
πλατυαύχην
View word page
πλατιωχέτας
πλατιωχέτας,
A). v. πλατυχαίτας.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλατιωχέτας
Headword (normalized):
πλατιωχέτας
Headword (normalized/stripped):
πλατιωχετας
IDX:
83546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83547
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλατιωχέτας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλατυχαίτας.</span> </div> </div><br><br>'}