Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλατανών
πλάταξ
πλάτας
πλατάσσω
πλατεῖα
πλατειάζω
πλατειασμός
πλατεῖον
πλάτη
πλατῆορ
πλατιάζω
πλάτιγξ
πλατικός
πλᾶτις
πλατίστακος
πλατιωχέτας
πλατόομαι
πλατοποιία
πλατορόα
πλάτος
πλάτος
View word page
πλατιάζω
πλᾱτιάζω, πλᾰτει-ιασμός, πλᾱτίον, Dor. for πλησιάζω, -ιασμός, πλησίον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλατιάζω
Headword (normalized):
πλατιάζω
Headword (normalized/stripped):
πλατιαζω
IDX:
83541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83542
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλᾱτιάζω</span>, <span class="orth greek">πλᾰτει-ιασμός</span>, <span class="orth greek">πλᾱτίον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πλησιάζω, -ιασμός, πλησίον.</span> </div><br><br>'}