Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πλάστρον
πλαταγέω
πλαταγή
πλατάγημα
πλαταγών
πλαταγωνίζω
πλαταγώνιον
Πλάταια
Πλαταιὶς
πλαταΐσαι
πλατάκιον
πλαταμώδης
πλαταμών
πλατάνιον
πλατανιστής
πλατανίστινος
πλατάνιστος
πλατανιστοῦς
πλάτανος
πλατανών
πλάταξ
View word page
πλατάκιον
πλατάκιον,
A). v. πλάταξ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πλατάκιον
Headword (normalized):
πλατάκιον
Headword (normalized/stripped):
πλατακιον
IDX:
83522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-83523
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πλατάκιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλάταξ</span> .</div> </div><br><br>'}